ὁμόπτολις — ὁμόπολις from masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόπολις — ὁμόπολις και ποιητ. τ. ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο, τής ίδιας πόλης, συμπολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πόλις] … Dictionary of Greek